πεπερασμένων

πεπερασμένων
περαίνω
bring to an end
perf part mp fem gen pl
περαίνω
bring to an end
perf part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …   Dictionary of Greek

  • πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • στατική — I Τμήμα της μηχανικής που μελετά τις συνθήκες ισορροπίας των σωμάτων. Οι πρώτες μελέτες επί της ισορροπίας γεννήθηκαν από πρακτικές ανάγκες και οι πρώτες γνωστές σαφείς έννοιες αναφέρονται στη χρήση του μοχλού. Η επιστημονική διερεύνηση του… …   Dictionary of Greek

  • άπειρο — Το ατελείωτο, το απέραντο· το αναρίθμητο· ειδικότερα, το σύμπαν, το διάστημα. (Μαθημ.) Ήδη από την αρχαιότητα, η μαθηματική ανάλυση του α. συνδέεται στενά με τη φιλοσοφική αναζήτηση. Ονομαστά προβλήματα σχετικά με το ά., όπως τα παράδοξα του… …   Dictionary of Greek

  • πεπερασμένος — η, ο / πεπερασμένος, η, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει πέρας, που έχει όρια χρονικά ή τοπικά 2. το ουδ. ως ουσ. το πεπερασμένο (φιλοσ.) αυτό που έχει όρια στον χρόνο, στον χώρο, στο μέγεθος, στον αριθμό ή στη δύναμη, το αντίθετο τού απείρου 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • Γκόρενσταϊν, Ντάνιελ — (Daniel Gorenstein, Βοστόνη 1923 – 1992). Αμερικανός μαθηματικός. Το 1950 έλαβε τον διδακτορικό του τίτλο στα μαθηματικά από το πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και το 1951 διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο Κλαρκ. Το 1964 εγκατέλειψε το Κλαρκ και… …   Dictionary of Greek

  • Ζορντάν, Καμίλ — (Camille Jordan, Λιόν 1838 – Παρίσι 1922). Γάλλος μαθηματικός. Καθηγητής της ανάλυσης στην Πολυτεχνική Σχολή του Παρισιού (1876 1912), ο Ζ. θεωρείται ένας από τους μεγάλους Γάλλους μαθηματικούς του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αι., χάρη …   Dictionary of Greek

  • Μπομπιέρι, Ενρίκο — (Enrico Bombieri, Μιλάνο 1940 ). Ιταλός μαθηματικός. Σπούδασε μαθηματικά αρχικά στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνο και αργότερα στο Κολέγιο Τρίνιτι του Κέιμπριτζ. Το 1966 ονομάστηκε καθηγητής μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο της Πίζα. Το ενδιαφέρον του… …   Dictionary of Greek

  • Μπουλ, Τζορτζ — (George Boole, Λίνκολν 1815 – Κορκ 1864). Άγγλος μαθηματικός, πρωτοπόρος της μαθηματικής λογικής. Το όνομα του Μ, συγγραφέα σπουδαίων έργων για τις διαφορικές εξισώσεις και τον λογισμό των «πεπερασμένων διαφορών», συνδέεται προπάντων με το μέγα… …   Dictionary of Greek

  • Μπουργκέν, Ζαν — (Jean Bourgain, Οστάνδη 1954 ). Βελγίδα μαθηματικός. Κάτοχος διδακτορικού τίτλου από το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών το 1977, έλαβε θέση καθηγητή στο ίδιο Πανεπιστήμιο το 1981. Το 1985 τιμήθηκε με την μεγαλύτερη επιστημονική διάκριση στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”